κοτσός

κοτσός
κοτσός, ή, -όν (Μ)
βλ. κουτσός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κότσος — ο 1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος τού κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα τών μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος τού κεφαλιού 2. το άκρο τής αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι τού χωραφιού.… …   Dictionary of Greek

  • κότσος — ο το σφαιροειδές σύστρεμμα των μαλλιών: Κάνει τα μαλλιά της κότσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • άμμα — ἅμμα, το (Α) κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος 2. βρόχος, θηλιά 3. σκοινί ή ταινία 4. κάλυκας άνθους 5. κότσος γυναικείας κόμης 6. κρίκος αλυσίδας 7. στον πληθ. τὰ ἅμματα οι λαβές στην πάλη και τα χέρια τού παλαιστή 8.… …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωμα — το (Α ἀνακύκλωμα) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ))] νεοελλ. κυκλικό δέσιμο τών γυναικείων μαλλιών στην κορυφή, κότσος αρχ. επιστροφή στο ίδιο σημείο, κύκλος …   Dictionary of Greek

  • κορύμβη — κορύμβη, ἡ (Α) κόρυμβος, κότσος τής γυναικείας κόμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη …   Dictionary of Greek

  • κόρυφος — κόρυφος, ὁ (Α) 1. υψηλό σημείο, κορυφή 2. (κατά τον Ησύχ.) γυναικείος κότσος 3. χαϊδευτική ονομασία παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. κορυφή] …   Dictionary of Greek

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”